- πενθητήριον
- πενθητήριοςofmasc acc sgπενθητήριοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενθητήριος — ία, ον, ΜΑ [πενθητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek